ισχόφωνος

ισχόφωνος
ἰσχόφωνος, -ον (Α)
ισχνόφωνος, τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, ισχνό-φωνος
στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. τού επιθ. ἰσχνόφωνος*, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε σύγχυση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσχόφωνος — ἰσχνόφωνος thin voiced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”